- κατσί
- το (Μ κατσίον και κατσί)το γατάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κατσί(ο)ν < κατ-ί(ο)ν, υποκορ. τού κάτ(τ)α < λατ. cattus «γάτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατσιάζω — [κατσί] 1. (κυρίως για γάτες) αδυνατίζω υπερβολικά και χάνω το τρίχωμά μου 2. (για φυτά) εξασθενώ, παρουσιάζω σημεία μαρασμού 3. κάνω κάποιον ή κάτι να αδυνατίσει ή να μαραθεί … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
γατί — και κατσί και γατσί, το (Μ καττίν) 1. η γάτα ή το νεογνό της 2. καχεκτικό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάτα. Ο τ. κατσί < μσν. καττίν < υποκορ. τού κάττα, με τροπή τού τ σε τσ (πρβλ. κλιματσίδα < κλιματίδα, τσιλώ < τιλώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
кацея — кация кадильница в виде небольшой жаровни на длинной ручке у староверов (Мельников (8, 177) говорит о кацее греч. производства), др. русск. кациɪа – то же (Иос. Флав.; см. Истрин 61, 8). Заимств. из ср. греч. κάτζι(ο)ν тигель , нов. греч. κάτζα,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γατιάζω — και γατσιάζω και κατσιάζω [γατί, γατσί, κατσί] 1. (αμτβ. για πρόσ. και ζώα) χάνω τη ζωηρότητά μου, αδυνατίζω 2. αγριεύω σαν τη γάτα … Dictionary of Greek
κατσίον — κατσίον, τὸ (Μ) βλ. κατσί … Dictionary of Greek
κατσαρός — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός από τη Σπάρτη. Πήρε μέρος και διακρίθηκε σε επιθέσεις εναντίον του Ιμπραήμ. 2. Αθανάσιος. Φιλικός και προύχοντας της Κυπαρισσίας. Πρωτοστάτησε στην παράδοση του Νεόκαστρου το 1821 και εξελέγη … Dictionary of Greek
κατσούλα — η 1. κωνικό κάλυμμα τού κεφαλιού το οποίο αποτελεί μέρος πανωφοριού, η κουκούλα 2. πτυσσόμενο στέγασμα άμαξας κατασκευασμένο από δέρμα, από αδιάβροχο ή από μουσαμά 3. (για πτηνά) το λοφίο 4. η γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. casula ή ρουμ. căciulă. Με… … Dictionary of Greek
căţuie — CĂŢÚIE, căţui, s.f. Vas de metal sau de pământ în care se ard mirodenii. [var.: (reg.) căţíe s.f.] – cf. ngr. k a t d z í lopăţică pentru jeratic . Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98 CĂŢÚIE s. v. afumătoare … Dicționar Român